Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τῶν ὀρχηστῶν

См. также в других словарях:

  • ιερέας — Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, ο όρος με τη στενή του σημασία δηλώνει τον κληρικό του δεύτερου ιερατικού βαθμού (πρεσβύτερος). Με ευρύτερη, όμως, έννοια χαρακτηρίζει τους κληρικούς και των τριών βαθμών (διάκονος, πρεσβύτερος, επίσκοπος). Στον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»